- μπερτόνι
- το (Μ μπερτόνι και μπερτούνι)είδος ιστιοφόρου με τρία κατάρτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bertone].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Σογκράφι, Συμεόνε Αντόνιο — (Sografi). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας (Πάντοβα 1759 1818). Έγραψε γύρω στα πενήντα λιμπρέτα για πολλούς συνθέτες οπερετών (Μπόργκι, Καλεγκάρι, Καπούτσι, Φαρινέλι, Νικολίνι, Παέρ, Ραβέζι, Ρόσι, Ζινγκαρέλι), την καντάτα Δευκαλίων και Πήρα, που… … Dictionary of Greek